-
1 τριζόνι
[тризони] ουσ. о. сверчок, трещотка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τριζόνι
-
2 кузнечик
-
3 кузнечик
зоол. το τριζόνι, ο γρύ(λ)λος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кузнечик
-
4 сверчок
зоол. о γρύλος, το τριζόνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сверчок
-
5 кузнечик
кузнечикм τό τριζόνι. -
6 сверчок
сверчокм ὁ γρύλλος, τό τριζόνι. -
7 кузнечик
[κουζνιέτσικ] ουσ. α. τριζόνι -
8 сверчок
[σβιρτσόκ] ουσ. α. τριζόνι -
9 кузнечик
[κουζνιέτσικ] ουσ α τριζόνι -
10 сверчок
[σβιρτσόκ] ουσ α τριζόνι -
11 кузнечик
-а α.γρύλλος ο αγροτικός, τριζόνι. -
12 сверчок
-чка α. γρύλλος, τριζόνι. -
13 стрекоза
-ы, πλθ. -козы θ.1. γρύλλος του σπιτιού, τριζόνι.2. (για κορίτσι) κατσίκα • σουσουράδα, κωλοσούσα. -
14 стрекотать
-кочу, -кочешьρ.δ. γρυλλίζω σαν το τριζόνι• τρίζω τον ήχο. || μτφ. φλυαρώ, γλωσσοκοπανώ.
См. также в других словарях:
τριζόνι — Bλ. λ. γρύλλος. * * * το, Ν ζωολ. (κν. ονομ.) το έντομο γρύλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κατάλ. όνι, κατά τα ον. τρυγόνι, αηδόνι κ.ά.] … Dictionary of Greek
τριζόνι — το το έντομο γρύλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π … Dictionary of Greek
γρυλίδες — (gryllidae).Οικογένεια εντόμων της τάξης των ορθοπτέρων, που περιλαμβάνει περίπου 2.000 είδη. Έχουν μικρό σκουρόχρωμο σώμα, μακριές κεραίες και μακρύτερα πίσω πόδια, προσαρμοσμένα στα άλματα· τα θηλυκά είναι εξοπλισμένα με τέρετρο, που το… … Dictionary of Greek
γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο … Dictionary of Greek
γρύλος — ο 1. το τριζόνι: Τις νύχτες στο νησί ακούγαμε το τραγούδι του γρύλου. 2. είδος μοχλού για την ανύψωση των τροχών του αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)